Φτάσαμε τις μέρες ανάποδα να μετρούμε, φαντάρια θαρρείς στα τελειώματα τους σ’ ακριτικό φυλάκιο, π’ αδημονούν οι μέρες φτερά να κάμουν και να βρεθούν στην αγκαλιά της αγαπητικιάς και την στοργή της μάνας. Αμάν και φτάνει η ώρα κείνη, που χέρι θ’απλώσω στην καβάντζα της ντουλάπας με τα κυνηγιάρικα και θα τρέξω την άδεια να πλερώσω, δικαίωμα ακόμη μια νόμιμα να χω, τα μονοπάτια της Θεάς Άρτεμις να διαβώ!
Η παρέα ξανά θα σμίξει, αφήνοντας πίσω τη θάλαττα και την αρμύρα, τα καλάμια, τις μισινέζες και τους πλάνους και καφέ θα πιεί, σχεδιάζοντας τα οδοιπορικά που θα φτιάσει. Από πού για φέτος η αρχή θα γενεί, πού η συνέχεια θα δωθεί και σχέδιο ολάκερο θα καταστρώσει πώς ο καθένας και όλοι μαζί, θα μάσουν τις υποχρεώσεις, πώς με τη δουλειά θα τα ταιριάξουν, προκειμένου λεύτεροι να ‘ναι και να ζήσουν ακόμη μια τις στιγμές της δικής τους μοναδικής ζωής!
Στην αγκαλιά της φύσης.
Να χαθούνε στα δάση με τους περήφανους ελατιάδες, να χορτάσουνε ψίχαλο κι αρώματα φρεσκοβρεγμένης γης, να νιώσουν τα πλεμόνια να καίγονται πότες απ’την κούραση και πότες απ΄ την πρωινή παγωνιά. Σύμμαχο τους να κάμουν στο ξαφνικό νερό που τους φίλεψε στο διάβα τους ο Ύψιστος τα κλαριά των πυρναριών, ταπεινό στριφτοτσίγαρο ν’ αποσώσουν με κείνον τον μεγαλόσωμο μεσήλικα με την παχιά μουστάκα στην στάνη του σιμά, που προσφάι απ΄το ταπεινό σακούλι θα τρατάρουν και θα μοιραστούν τον άγνωστο κυνηγό, που σταύρωσ’ απόψε στο διάβα τους!
Ζύγωσ’ η ώρα που άλλοι μας θα βρεθούν να καβαλούν κορφές παν’ απ’ τα σύγνεφα, κι άλλοι στις λούτσες βιαστικά θα σύρουν πόστο να πιάσουν, ν’ αφουγκραστούν ακόμη μια το σπάσιμο της σιγής του βάλτου απ’ το γρήγορο φτεροκόπημα των καθάριων πράσινων. Άλλοι παρ’ έκει χωμένοι μες τις χουναριές και τους λαιμούς, καρτέρι διαβασμένοι καλά στις ατσαλόφτερες στημένο έχουν, ενώ το κλαφουνητό του γκέκα χαμηλότερα, στο ντορό του αυτιά, την πλάση ανάστατη κάμει. Άλλοι στην πατουλιά του λόγγου, τουφέκια ρίχνουνε σωρό, προσπαθώντας το μεγάλο μονιά να ξεκολλήσουν και στα καρτέρια απάνω πεσκέσι να στείλουνε και να γευτούν την ομαδική επιτυχία όχι του πόσα, αλλά του ενός, του τρανού, του μύθου και του τροπαίου.
Άλλοι λοιπόν δώθε, άλλοι λοιπόν ακόμη παρ’ έκει γι’ αρδύκια, για τσίχλες και κοτσύφια και κάμποσοι μοναχικοί, σκόρπιοι, κωλοφωτιές θαρρείς δίποδες με τα πορτοκαλιά καπελογίλεκα, χαμένοι στο δικό τους παραμύθι, ραντεβού ζητούν και τύχη με κείνη την βασίλισσα με τα βελούδινα μάτια!
Γ. Μέκκου με το ποίντερ της.
Σε τι Θεό πίστη μολογούν και τι τάμα δοσμένο έχουν, να ξεσπιτώνονται να υδροκοπάνε, να αναμετριούνται με τα στοιχειά του καιρού και τις δυσκολίες της πλασης, φέρνοντας τον εαυτό τους στα όρια και ξεπερνώντας τα κι όλας;
Να σου πω γω τί είναι… κάφροι. Αιμοδιψείς ταμαχιάρηδες θαρρώ… κομπλεξικοί, κανίβαλοι, απολίτιστοι. Κενοί που θέλουν το εγώ τους να φτιάσουν τρανότερο κάμποσο ακόμη. Το σπίτι τους δεν τους χωρεί. Φυλακή σαν πώς μοιάζει που τους πνίγει και το χούι τούτου διάλεξαν απόδραση να το χουν. Ναι σου λέω… τέτοιοι είναι. Ακαλλιέργητοι, βάρβαροι, αντικοινωνικοί. Απομονωμένοι σου λέω. Λες μωρέ τέτοιοι σα να ναι; Άτομα με σύνδρομα, κατάλοιπα και στερητικά; Μα ναι σου λέω, σίγουρα, κοίτα τους. Αυτό κάνω, τους κοιτώ, προσπαθώ να καταλάβω και να δω. Να ένας.. κει πέρα. Κοίτα τον, κατεβάζει το σκυλί του από το κουτί. Κοίτα πώς το χει, καλοφροντισμενο δείχνει, κοίτα πώς πάνω του πηδά και παίζει, δείχνει πως τον αγαπά. Κοίτα τον κοίτα τον. Δεν το κλωτσά, μα το χαϊδεύει, του χει φορεμένη και την κονκάρδα για τα εμβόλια ρε συ, εγώ στο δικό μου δεν έχω. Κάτι βάζει στο γιλέκο πίσω, φαρμακείο βλέπω και νερό, πλάκα θα χει να ναι του σκύλου μην χρειαστεί.
Το λύσε και κείνο τρέχει, κοίτα πώς το οδήγα και το πηγαίνει, ούτε φωνή, ούτε βρισιά με ένα νεύμα και μια σφυρίχτρα όλα, ζευγάρι δουλεμένο καλά και με σχέσεις άρηχτες και εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον μεγάλη.
O Πάνος Κουράσης κατακτώντας την κορφή.
“Ωχ κοίτα το… ξεράθηκε κι ακίνητο έμεινε. Πάει κι αυτός κοντά και το όπλο στα χέρια του φέρνει. Τι έγινε; τι θα γίνει τώρα; Κοίτα κοίτα πέρδικες, πάνε, θα τις ξεκληρίσει, πωπω μπροστά του έφυγαν. Τις σημαδεύει, μα μπαμ δεν ακούστηκε. Δεν πυροβόλησε ρε. Μα τις είδα έφυγαν τρεις από το σκύλο και ήταν εύκολες. Γιατί δεν έριξε ο τεμαχιάρης; Γυρίζει πίσω ο ανίδεος, του έβγαλε τρεις πέρδικες ο σκύλος, τις σημάδεψε κι ούτε μπαμ. Εγώ περίμενα δε θα άφηνε καμμία. Κοίτα τον, πλησιάζει ένα μικρό πράσινο τζιπάκι. Έχει αυτοκόλλητα πάνω, κάτι είναι αυτοί. Χαιρετιούνται και τους δίνει κάτι χαρτιά. Τι είναι αυτοί; Θηροφυλακή γράφει, χαχα έλεγχος! Πού; Εδώ πάνω που ούτε ο Θεός δε σε βρίσκει; τι φορέας είναι αυτοί; ποιός τους πληρώνει; το κράτος; εγώ ο φορολογούμενος; Γιατί; για να ελέγχουν αυτόν και τους ομοίους του; “Όχι να το βρήκα στο Google, οι κυνηγοί πληρώνουν για τον έλεγχο τους, αυτοχρηματοδοτουμενοι” Αααα για αυτό χαιρετιούνται και όλα καλά, δικοί του είναι ε; Για αυτό δεν γράφουν ποτέ ε; “Αν δεν κάνω λάθος αυτά τα δύο παλικάρια με αυτό το τζιπάκι έπιασαν χτες το βράδυ τον άλλον με τις θηλιές για το λαγό, άρα και ελέγχους κάνουν και ξέρουν και πιάνουν. Ίσως είναι αυτοί που καθαρίζουν τον θηρευτή από το λαθροθήρα”.
Δε μας τα λέει καλά αυτός ο κυνηγός να ξέρεις. Κοίτα τώρα πάει στο καφενείο. Χαχα εδώ να δεις γέλια. Με τις λάσπες στις μπότες, ντυμένος Ράμπο θα μπει κι θα αραδιάσει ότι έχει και δεν έχει χτυπήσει, επιδεικτικά να ακούσει το μπράβο και να ταΐσει το άδειο του είναι. “Μπαα για κοίτα καλά και παπούτσια άλλαξε και μια σακούλα πήρε, μα δεν έχει μηδέ λαγούς, μηδέ πουλιά στα χέρια πλεξούδα. Τα χέρια ζέστανε στη στόφα κι έκατσε σιμά στα γερόντια και κάτι τους δίνει ρε. Από ‘να ζευγάρι κάλτσες μάλλινες και από μια γύρα τσίπουρο κέρασε και τραβήχτηκε κείθε στη γωνία μόνος και ξεκίνησε να γράφει. Τί να γράφει άραγε; Χμμμ για κοίτα το έντυπο κείνο συμπληρώνει που τους δίνουν σαν βγάζουνε τις άδειες και τα επιστρέφουν σαν το κυνήγι τελέψει και γράφουν τί θήραμα βρήκαν, πόσα, ποτέ και πού.
Ο Π. Λαμπράκος χαμένος στα αγαπημένα του ελατοδάση.
Μα καλά μαρτυράνε τα μυστικά τους; Και γράφουν αλήθειες κει μέσα; Μα γιατί; Με δαύτο το έντυπο και με μελέτες, πληρωμένες από τους ίδιους, πανεπιστημίων και θηραματολόγων βλέπουν την κατάσταση της πανίδας στην Ελλάδα όλη και κει κάνουν τις δικές τους προτάσεις βάση αυτών. Ρε πλάκα κάνεις; Όχι. Ποιοί οι φονιάδες; Ναι αυτοί, αλλά επίτρεψε μου να έχω πλέον ενστάσεις για τους χαρακτηρισμούς. Αυτοί όπως είδες διαχειρίστηκαν τις λίγες πέρδικες, δέχτηκε τον έλεγχο που ο ίδιος πληρώνει, φρόντισε το σκύλο του, έδωσε χαρά και παρέα στα μοναχικά γερόντια της ορεινής άγονης γραμμής, κάτι που εμείς δεν καταδεχτήκαμε. Έδωσε στοιχεία αληθινά, στοιχειοθέτησε και πλήρωσε μελέτες έγκριτες και έγκυρες για την πανίδα του τόπου μας.
Ξες τι βλέπω σήμερα; Για πες ρε τι; Ότι αυτοί με το χρόνο άλλαξαν πολλά. Κάνουν και παρουσιάζουν έργο, πράξεις. Ζουν την ύπαιθρο, διαχειρίζονται και μεις μείναμε κολλημένοι στα δικά μας στεγανά, μα κολλημένοι λέμε. Τους δικαιολογείς; σου αρέσει και το κυνήγι τώρα; Απόψε είδα κάμποσα, σίγουρα θα υπάρχουν πολλά μα πολλά που δεν πρόλαβα και πότε δεν φρόντισα να μάθω. Σήμερα κατάλαβα ότι δεν πρόκειται να είμαι αυτός που θα προσπαθήσει να επιβάλλει γνωμικά, χαρακτηρισμούς και τρόπο ζωής. Ίσως σήμερα κατάλαβα λίγα από όσα σε κάνουν κυνηγό…
Η καλαισθησία και η φροντίδα του κυνηγετικού σκύλου μας, στοιχεία του σύγχρονου κυνηγού.
Εύχομαι σε όλους μαζί, μα και στον καθένα μας ξεχωριστά, μια ασφαλή, όμορφη και γεμάτη κυνηγετική σεζόν. Γεμάτη αξιοπρέπεια, καλαισθησία, ήθος και σέβας. Γιατί κατά τα λόγια του Ξενοφώντα “ο Έλληνας κυνηγά για την συγκίνηση και την χαρά της φύσης, ενώ οι βάρβαροι για την ποσότητα και την αιματοχυσία”
Δημοσίευση στο περιοδικό ΑΡΤΕΜΙΣ ετήσια έκδοση 2019-2020
Του Χάρη Κουτσούμπα