Η περιοχή της Μάνης, μέχρι και τη δεκαετία του 1980 κατά την οποία η ανάπτυξη του οδικού δικτύου και ο εξηλεκτρισμός των απομακρυσμένων οικισμών επέφεραν ανατροπές στο φυσικό τοπίο, αποτελούσε τον σπουδαιότερος κυνηγότοπο ορτυκιών.
Κατά την εν λόγω δεκαετία η παράλληλη μετακίνηση του ντόπιου πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα μείωσε τη γεωργική παραγωγή, αφήνοντας μεγάλες ακαλλιέργητες, άγριες και εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και συρρίκνωσε δραστικά το πλήθος των καταφυγίων και τους πόρους τροφής των αποδημητικών πτηνών.
Μέχρι τότε τα αρδίκια (ορτύκια) αποτελούσαν βασική πηγή διατροφής και το κυνήγι τους κύρια πηγή εισοδήματος των κατοίκων του ξεχασμένου τόπου της Μάνης.
Το Πόρτο Κάγιο, το Ταίναρο, η Οχιά, τα Κοκκινόγια και ο Μιανές (το έρημο ξεμόνι της Βάθειας), αποτελούσαν τις πιο φημισμένες περιοχές στις οποίες τα ορτύκια, διέκοπταν το ταξίδι τους για να ανακάμψουν και να ανακτήσουν δυνάμεις, πριν συνεχίσουν για την Κρήτη και τον τελικό τους προορισμό, την Αφρικανική ήπειρο.
Χιλιάδες σμήνη από ορτύκια σκοτείνιαζαν τον ουρανό της Μάνης, στο ταξίδι προς Αφρική αποτελώντας πολύτιμο λάφυρο για τους Μανιάτες. Τα έπιαναν την ώρα που κουρασμένα ξαπόσταιναν στους κάβους τα πάστωναν, για να βγάλουν το χειμώνα, ή τα μοσχοπουλούσαν στη Φραγκιά.
Ήταν τόσο μεγάλη η αξία των ορτυκιών για τους Μανιάτες, που όσοι δεν ήταν σε θέση να κυνηγήσουν με απόχη, επιστράτευαν μέχρι και τις γάτες τους. Φρόντιζαν ώστε η γάτα τους κατά το αρδυκολόη να έχει μικρά. Φυλάκιζαν τα γατάκια τη νύχτα και οι γάτες κουβαλούσαν μέχρι το πρωί τα αρδίκια, πολλές φορές περισσότερα από όσα έπιανε ο καλύτερος κυνηγός.
Το κυνήγι των ορτυκιών δεν απαιτούσε μόνο γερά μπράτσα αλλά και αξιοσύνη. Μια απόχη στα χέρια ανδρών, γυναικών ή και παιδιών ακόμα, ήταν αρκετή για να «πιάνουν πουλιά στον αέρα».
Η απόχη αποτελούσε μια ανέξοδη ιδιοκατασκευή. Ένα ξύλο ίσιο, μακρύ, στέρεο που στην άκρη του κατέληγε σε διχάλα ευλύγιστων κλώνων. Οι κλώνοι αυτοί κουλούρωναν και πλέκονταν γερά σε στεφάνι. Στο γύρο του στεφανιού δενόταν στέρεα μια σακούλα από δίχτυ, μακρουλή σαν χωνί. Το σχήμα της ίδιο με αυτό της απόχης των ψαράδων (από εκεί και η ονομασία της).
Το μήκος της λίγο λιγότερο από τρία μέτρα με συνέπεια να είναι αρκετά βαριά, ώστε να θέλει γερά μπράτσα και μεγάλη επιδεξιότητα για το χειρισμό της.
Το να κουμαντάρεις μιαν απόχη μήκους άνω των δύο μέτρων, να πιάσεις το «αρδίκι» ζωντανό την ώρα που πετά στον αέρα, χωρίς να το «κουπώσεις» (αιχμαλωτίσεις καθισμένο) ή να το τραυματίσεις ήταν τιμητική διάκριση που αναγνωριζόταν στην τοπική κοινωνία.
Το κυνήγι των ορτυκιών στις πλαγιές του Ταϋγέτου (που στη Μάνη τον καλούν Σαγγιά) αποτελούσε ομαδική διαδικασία. Κατά τη διάρκεια του οι Μανιάτες χωριζόντουσαν σε συντροφιές, κατέστρωναν στρατηγικά σχέδια, για το πως θα πιάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα πουλιά και ο καθένας είχε τη θέση του και το ρόλο του.
Επτά έως δέκα άτομα όλων των ηλικιών, σχημάτιζαν μια «τραπέλα», σε μορφή οξείας γωνίας ή λαβίδας, έχοντας την κορυφή της προς το κάτω μέρος των πρανών εδαφών, έτσι ώστε να δύνεται η δυνατότητα στους «κωλήτες» (κυνηγούς με απόχη) να πιάσουν τα ορτύκια στον αέρα. Μερικά «φτεριτούνια» (σβέλτα μικρά παιδιά), έτρεχαν και φώναζαν σηκώνοντας τα αρδίκια στον αέρα, και οι «απόχηδες» στη συνέχεια χτένιζαν την πλαγιά και τα αιχμαλώτιζαν.
Η επιδεξιότητα του κυνηγού συνίστατο τόσο στο πιάσιμο του ορτυκιού στον αέρα, όσο και στον απεγκλωβισμό του από το δίχτυ. Το πτηνό το φυλάκιζαν ζωντανό στον κόρφο τους, σε ένα σάκο που είχαν σχηματίσει δένοντας κόμπο τις άκρες του πουκαμίσου τους. Μερικών η επιδεξιότητα ήταν θαυμαστή. Οι πιο άξιοι έπιαναν δύο ορτύκια χωρίς να κατεβάσουν την αποχή. Μόλις εγκλώβιζαν το πρώτο, στην άκρη τής σακούλας. έπιαναν και το δεύτερο και στη συνέχεια, κατέβαζαν την απόχη, απεγκλώβιζαν ταυτόχρονα και τα δύο ορτύκια και τα τοποθετούν στον κόρφο τους.
Το σούρουπο στη ρούγα του χωριού γινόταν η μοιρασιά δίνοντας πάντα μερτικό στα ορφανά και τους πενθούντες που με βάση τους ντόπιους κώδικες δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στην «τραπέλα».
Το ατομικό κυνήγι με την απόχη γινόταν σε σπαρμένους τόπους, όπου ο αριθμός των ορτυκιών ήταν μικρός και οι κυνηγοί, νεαρά άτομα κυρίως παιδιά τα οποία μπορούσαν «να λέπουσι χάμου τ΄ αρδύκια και να τα κουπώνουσι», στις γωνίες των χωραφιών κάτω από τα ξερά χόρτα όπου κρύβονταν για να ξαποστάσουν τις απογευματινές ώρες, κατά τις οποίες λόγω των υψηλών θερμοκρασιών παρουσίαζαν αδυναμία και απροθυμία να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Τα ζωντανά ορτύκια, τα τοποθετούσαν αρχικά στις ορτυκοποδιές που χωρούσαν από 20 έως 25 ορτύκια η κάθε μια. Στη συνέχεια τα φυλάκιζαν σε ειδικά μεγάλα ξύλινα κλουβιά, σκεπασμένα με ύφασμα στην οροφή για να μην τραυματίζονται κατά τα τινάγματά τους και την προσπάθειά τους να πετάξουν. Μέσα σε αυτά ταξίδευαν για Πειραιά και Ευρώπη.
Το πλήθος των ζωντανών ορτυκιών που εξαγόντουσαν στη Γαλλία υπερέβαινε τις εκατό χιλιάδες το χρόνο. Τα ελληνικά ατμόπλοια φόρτωναν στο Γερολιμένα κατευθυνόμενα προς Πειραιά και από εκεί στη Μασσαλία της Γαλλίας. Τα φραντσέζικα παπόρια στην Καλαμάτα φόρτωναν κατευθείαν για Μασσαλία.
Όσα ορτύκια σκότωναν, τα εμπορεύονταν, αφού τούς έκαναν ειδική επεξεργασία (πάστωμα) σε πιθάρια ή τα κρατούσαν για δικιά τους κατανάλωση.
Το κυνήγι με την απόχη σταμάτησε με την επικράτηση των όπλων, λίγο πριν ή λίγο μετά το 1970. Έμειναν μόνο λίγες φωτογραφίες και οι αφηγήσεις των ηλικιωμένων τελευταίων μόνιμων κατοίκων, να θυμίζουν τις δοξασμένες ημέρες του «αρδικολόη» (Σεπτέμβρη) αλλοτινών εποχών.
ΠΗΓΗ www.newspepper.gr