Έρευνα, Γιάννης Βαρδουλάκης
Η Ζουρίδα, είναι ένα νυχτόβιο αρπακτικό που κατοικοεδρεύει στην Κρήτη, είναι συγγενής με τη γνωστή σε όλους Νυφίτσα, με τη διαφορά ότι η Ζουρίδα, είναι λίγο πιο μεγάλη. Αυτό το έξτρα μέγεθος της, μπορεί να την κάνει τόσο ατρόμητη όσο χρειάζεται, για να μπει στην αυλή σου και… να μην αφήσει τίποτε!
Μέρα, θα τη δούμε σπάνια, κυρίως τη συναντάμε λίγο πριν ή μετά τη Δύση του ηλίου, και αν τύχει να δούμε καμιά, μέρα μεσημέρι, ίσως να είναι επειδή “παράφαγε” και κούρνιασε να κοιμηθεί, ώσπου την ξύπνησε κάποιος θόρυβος και αλαφιασμένη τρέχει να κρυφτεί οπουδήποτε ψάχνοντας ταυτόχρονα διέξοδο για να καμουφλαριστεί στο φυσικό της περιβάλλον, τα χωράφια.
Σε παλαιότερο άρθρο διάβασα, το κατά παράδοσιν όνομα της, και σύμφωνα με τον κ. Χουστουλάκη Γεώργιο, Ζουρίδες έλεγαν τις νυχτερινές επιθέσεις των Τούρκων.
Η Ζουρίδα λοιπόν ως σαρκοφάγο ζώο, λατρεύει το αίμα και τρέφεται κυρίως με φίδια και ποντίκια, με πουλιά και τα αυγά τους που κλέβει πάνω από τα δέντρα, μιας και στην αναρρίχηση είναι πολύ καλή. Ο βίαιος αυτός τρόπος επίθεσης, του να επιτίθεται “στον ύπνο” την κατατάσσει στα σκληρά αρπακτικά.
Θυμάμαι τον παππού μου να φτιάχνει το κοτέτσι του, το πρώτο πράγμα που έκανε πριν βάλει μέσα τις κοτούλες του, ήταν να κλείσει καλά τα κενά, ώστε η Ζουρίδα να μην έχει τρόπο εισόδου. Αν κάποιος δεν ήταν και τόσο προσεκτικός, το λιγότερο που θα μπορούσε να βρει το πρωί μετά από την επίθεση της Ζουρίδας, ήταν μόνο τα κουφάρια των ζώων του. Από τις κότες, προτιμά το στήθος, το αδειάζει κυριολεκτικά. Είναι επιλεκτική στην τροφή της, βέβαια, αν το κοτέτσι έχει 5 κότες, θα τις πνίξει και τις 5, άσχετα ότι θα τραφεί μόνο με τη μία. Πόσο να φάει άλλωστε, αφού και το μέγεθος της δεν ξεπερνάει τα 65 εκατοστά μαζί με την ουρά.
Το κυνήγι της ΖουρίδαςΤο κυνήγι της Ζουρίδας, δεν γινόταν για κανένα άλλο λόγο, παρά μόνο για το ακριβό για την εποχή δέρμα της.
Στις δεκαετίες του 50′-60′ και 70 κυνηγούσαν τις Ζουρίδες για την πανάκριβη γούνα της. Μάλιστα, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο γνωστός Λασιθιώτης και Λυράρης Γιάννης Βάρδας «Στο ν-Κρούστα ξαναρίξε με», σε κάποιο από τα κεφάλαια του βιβλίου του με τίτλο κυνηγοί Ζουρίδας αναφέρει χαρακτηριστικά και επί λέξη:
- Άλλη δουλειά πάλι, που τη ν-κάνανε οι πιο πονηροί εδώ ήτανε η ζουρίδα και ο άρκαλος. Το δέρμα της ζουρίδας, που σήμερο δεν κουστουμαίρνεται πλέον, τότε ήτανε πανάκριβο. Πόσο ακριβό: Ίσως-δεν θυμάμαι καλά- μα αν ο τεχνίτης ήπιανε δέκα ζουρίδες το χρόνο, δεν ήθελε άλλα λεφτά για να περάσει στο σπίτι ν-του.Τόσο ακριβό. Ο άρκαλος ήταν πιο φτηνός μα είχε και εκείνος τα ποσοστά του. Η ζουρίδα δέκα, ο άρκαλος δύο, έτσι περίπου πρέπει να παίζανε οι αξίες σε τούτα τα δέρματα, σε τούτες τις προβιές.
Το να πιαστεί βέβαια μια Ζουρίδα χωρίς να τη “χαλάσεις” με τουφέκι, ήθελε να είσαι έξυπνος, να στροφάρει το μυαλό. Το κυνήγι της, δύσκολο πολύ. Είναι ευλύγιστη και πολύ γρήγορη.
Εκείνες τις εποχές οι Ζουρίδες, δεν ήταν όπως σήμερα. Ήταν πιο φοβισμένες, πιο άγριες και φυσικά πιο λίγες, αφού δεν τις άφηναν σε ησυχία. Κατάφεραν να επικρατήσουν όμως στα βουνά και σε πιο δύσβατους τόπους, αλλά και κατά τους θερινούς μήνες όπου το κυνήγι κάπως σταματούσε, διότι η γούνα της αραιώνει και παίρνει ένα γκριζοσταχτί χρώμα, σαν να έβλεπες δηλαδή πετσομαδιμένη όρνιθα. Αυτό φυσικά δεν είχε και τα κατάλληλα έσοδα. Το χειμώνα, το τρίχωμα είναι πολύ πυκνό και καφεδί χρώμα.
Ένας τρόπος κυνηγιού, ήταν αφού βρεθεί το πέρασμα της Ζουρίδας, από που περνούσε δηλαδή για να πάει στη φωλιά της, να στήσουν τέλι, τη γνωστή μέθοδο που χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα αρκετοί κυνηγοί του Λαγού. Άλλος τρόπος, ήταν η αιωρούμενη παγίδα, ένα μεταλλικό κλουβί δηλαδή, που αφού περνούσε η Ζουρίδα από κάτω, απασφάλιζε και την έκλεινε μέσα. Θα έπρεπε να ήταν και βαρύ, γιατί από το φόβο της καμιά φορά το πετούσε και έφευγε. Ακόμα ένας τρόπος ήταν, με μια μεγάλη πέτρινη πλάκα. Αυτός ο τρόπος θεωρητικά ήταν για τους πιο “ατζαμήδες” κυνηγούς, έστηναν την πλάκα ώστε να γέρνει στηριζόμενη με 2-3 ξυλάκια, να περάσει η Ζουρίδα και να την πλακώσει η πέτρα.
Σε όλες τις περιπτώσεις, έμπαινε και ένα δόλωμα στο σημείο, για να αυξηθούν οι πιθανότητες να περάσει από εκεί και να μην πάει από αλλού. Στα ορεινά, λένε πως έβαζαν χαρούπια, τα σπούσαν κομματάκια και τα έριχναν στο πέρασμα, στους κάμπους έβαζαν τυρί η συκωτάκια.
Το δέρμα θα έπρεπε να αφαιρεθεί με χειρουργική ακρίβεια που λένε, όσο πιο καλά το έβγαζαν, τόσο πιο ακριβά και εύκολα μπορούσε να πουληθεί. Δεν έπρεπε να έχει τρύπες και να ήταν ολόκληρο, μετά τοποθετούσαν μέσα άχυρα για να φαίνεται ωραίο και να μη συρρικνωθεί, τα κρεμούσαν σε δοκάρια να τα βλέπει ο αγοραστής.
Σήμερα σπάνια βλέπουμε σε σπίτια πλέον βαλσαμωμένες Ζουρίδες και οι πιο παλιοί θα θυμούνται καλύτερα. Εγώ προσωπικά, έχω χρόνια να δω.
ΠΗΓΗ www.kritivoice.gr