Οι αλιευτικές ικανότητες του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου μας είναι ήδη γνωστές από τις πολυάριθμες αντίστοιχες αναφορές στα απομνημονεύματά του, που έχουμε κατά καιρούς παρουσιάσει από τούτη εδώ τη στήλη. Αλλωστε, το ψάρεμα, εκτός από προσφιλής και ευχάριστη ενασχόληση στον ελεύθερο χρόνο του, υπήρξε κατά περιόδους και η δεύτερη επαγγελματική του δραστηριότητα, όταν οι εργασίες στο ναυπηγείο παρουσιάζονταν περιορισμένες. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τις αλιευτικές άδειες των κωπήλατων λέμβων που διέθετε, όσο και από ορισμένα έγγραφα που διασώθηκαν στο αρχείο του και επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή του στον σύλλογο επαγγελματιών αλιέων, τουλάχιστον ώς τα 1920, ενώ συχνά δήλωνε ως επάγγελμα αλιεύς. Εκτός, όμως, από μανιώδης ψαράς, υπήρξε και ικανός κυνηγός, όπως συμβαίνει σε πολλά άτομα, ακόμη και σήμερα που καταπιάνονται και με τις δύο ασχολίες. Στη χειμερινή περίοδο, όταν ήταν αδύνατες οι αλιευτικές εξορμήσεις, ο Χριστόπουλος έβρισκε διέξοδο στο κυνήγι, ως εναλλακτική ενασχόληση, που, βέβαια, υπολείπεται σαφώς από το ψάρεμα. Στις, έτσι κι αλλιώς, λιγοστές χειμωνιάτικες αναμνήσεις του, περιλαμβάνει και δύο τρεις, που αναφέρονται σε κυνηγετικές εξόδους στη γύρω περιοχή. Δηλαδή, εξέδραμε στα Πευκάκια, τις Αλυκές και κυρίως στον υγροβιότοπο (έλος) της Μπουρμπουλήθρας, συχνά και με βάρκα, όπου τον χειμώνα έβρισκαν καταφύγιο κοπάδια διαφόρων πουλιών, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, παρά τη δραματική μείωση των φτερωτών επισκεπτών. Οι κυνηγετικές αναμνήσεις αναφέρονται και αυτές στα νεανικά χρόνια του αυτοβιογραφούμενου, όπως άλλωστε και το 90% του συνόλου των βιωματικών του καταγραφών. Αποδεικτικά στοιχεία της κυνηγετικής δράσης του ζωγράφου αποτελούν τα δύο όπλα, που σώζονται στο δωμάτιό του, όπου εκτίθενται και οι πίνακές του, ένα εμπροσθογεμές δίκαννο, οικογενειακό κειμήλιο, κι ένα πιο «σύγχρονο» οπισθογεμές μονόκαννο, το ατομικό του τουφέκι. Ετούτες τις κυνηγετικές ιστορίες, ως συνέχεια των χειμωνιάτικων αναμνήσεων, θα παρουσιάσουμε πιο κάτω, ολοκληρώνοντας τη σχετική ενότητα. Κυνηγώντας στα 1893 – ‘94 Στα τελευταία χειρόγραφα των απομνημονευμάτων του, ο Χριστόπουλος αναφέρεται, με αφορμή επίκαιρα, κατά τον χρόνο της καταγραφής, γεγονότα, σε ανάλογες εμπειρίες των παιδικών και νεανικών του χρόνων. Πέρα από τη μνημονική κατάθεση, επιχειρεί επιπλέον συγκρίσεις εκείνης της εποχής με το παρόν, δηλαδή τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 (1962 – ‘63). Από τις περίπου δέκα βιωματικές καταθέσεις της ενότητας, επιλέγουμε την παρακάτω, που πισωγυρίζει τη θύμηση του αφηγητή στη βαρυχειμωνιά και τις κυνηγετικές εξορμήσεις του 1893 – ‘94. «1962. Εδιάβασα στον αγαπητό Ταχυδρόμο που έγραφε ο κύριος Φλωριάς για τα κυνήγια, πως άλλα χρόνια είχε πολλά κυνήγια και έκανε βαρυχειμωνιές. Στα 1893 – 1894 είχε κάνει τόση βαρυχειμωνιά, που το χιόνι έφτασε ένα μέτρο, κρουστάλλιασαν όλα μέχρι την ακρογιαλιά. Είχανε πέσει τόσα πολλά κυνήγια, που μαύριζε ο ουρανός από ψαρόνια, περιστέρια, αγριόχηνες και κοπάδια μπεκάτσες. Κάθε 10 – 15 μέτρα θα πεταχτεί και μια μπεκάτσα, αν πεις από αγριόπαπιες και μαυρόκοτες είχε μαυρίσει όλη η θάλασσα, κοπάδια ολόκληρα. Εγώ και ο αδερφός μου είχαμε μια καραμπίνα, βάζαμε τρία δράμια μπαρούτι και μια χούφτα σκάγια και επειδή ήμασταν παιδάκια και δεν μπορούσαμε να την σηκώσουμε, έπιανα εγώ την κάννη και ο αδελφός μου σημάδευε και τραβούσε τη σκανδάλη και μαύριζε ο τόπος, 20 – 30 ψαρόνια τη ριξιά. Οταν δεν είχαμε μπαρουτοσκάγια ανάβαμε ένα φανάρι και όταν νύχτωνε πηγαίναμε μέσα στις τρύπες που ήταν ζαρωμένα από το κρύο τσίχλες, κοτσύφια, καλιμάνες και ό,τι μικροπούλια βάζεις με τον νου σου και γέμιζα ένα ταγάρι, τα ‘πιανα με τα χέρια. Αν πεις από λαγούς πλήθος, αλλά ποιος τους κοίταζε. Ευτυχιζμένα χρόνια. Οπως ήταν τα κυνήγια, ήταν και η θάλασσα με τα ψάρια, σ’ έπαιρνε η χαρά να ψαρεύεις και να κυνηγάς». Αν και δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ο τόπος, που κυνηγούσε ο Χριστόπουλος με τα αδέλφια του, είναι προφανές ότι μιλά για την ευρύτερη περιοχή Πευκακίων, Αλυκών, Μπουρμπουλήθρας, όπως άλλωστε και στα επόμενα κείμενά του. Η καραμπίνα που αναφέρει είναι μάλλον το εμπροσθογεμές οικογενειακό τους δίκαννο, ενώ πρέπει να επισημάνουμε και την επικινδυνότητα κατά τις βολές, αφού τα δωδεκάχρονα και δεκατετράχρονα παιδάκια δεν μπορούσαν καλά – καλά να σηκώσουν το όπλο. Ισως να διέλαθαν της προσοχής των γονιών τους! Βέβαια, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν θηροφύλακες και απαγορεύσεις. Διάσωση Αγγλου αξιωματικού Η πλούσια ορνιθοπανίδα, που παρουσιαζόταν στον υγροβιότοπο της Μπουρμπουλήθρας και κυρίως στον βάλτο – καλαμιώνα, προσέλκυε κυνηγούς και από άλλες περιοχές, αφού υπήρχε η δυνατότητα για πολλά θηράματα. Ακόμη και όσοι βρίσκονταν στον Βόλο για κάποιο άλλο λόγο και ασχολούνταν με το «σπορ», δεν έχαναν την ευκαιρία να εξορμήσουν στη συγκεκριμένη περιοχή, όταν είχαν διαθέσιμο χρόνο, μιας και επρόκειτο για σπουδαίο κυνηγότοπο. Στο παρακάτω κείμενο επισημαίνεται αρχικά η αθρόα προσέλευση διάφορων πουλιών στην Μπουρμπουλήθρα, κάτι που αποτελούσε δελεαστικό κίνητρο για κάθε κυνηγό, όπως και για τους αξιωματικούς του αγγλικού στόλου, που ναυλοχούσε στον Βόλο, προφανώς στο πλαίσιο εκτέλεσης γυμνασίων. Ο κεντρικός ποταμός, συνώνυμος του υγροβιότοπου, όπως και τα διάφορα μικρότερα ρεύματα που έτεμναν τον βάλτο, διευκόλυναν τον είσπλου μικρών πλεούμενων με σκοπό όχι το ψάρεμα, αλλά το κυνήγι. Η μορφολογία του τοπίου, όμως, έκρυβε πολλούς κινδύνους, μέσα στους δύσβατους καλαμιώνες και τις υδάτινες παγίδες. Περιστατικά πνιγμών στον βάλτο μνημονεύονται πολλά κατά καιρούς στις τοπικές εφημερίδες. Αυτή την τύχη θα είχε και ο Αγγλος αξιωματικός της ιστορίας, αν δεν βρισκόταν εκεί κοντά ο Νίκος Χριστόπουλος, που τον πρόλαβε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Το συμβάν δεν προσδιορίζεται χρονικά, όπως το προηγούμενο και πιθανότατα να είναι πιο κατοπινό, στις πρώτες ίσως δεκαετίες του 20ού αιώνα, καθώς και τότε συχνά πραγματοποιούνταν κατάπλοι, ακόμα και στον Μεσοπόλεμο, αγγλικών πολεμικών πλοίων. Στην αρχή ο αυτόκλητος διασώστης δεν γνώριζε την ακριβή ταυτότητα του άτυχου κυνηγού, αλλά την επομένη, φίλοι του Βολιώτες επαγγελματίες, που εξυπηρετούσαν τα καράβια του στόλου, την αποκάλυψαν πλήρως. Ο αφηγητής στο τέλος της γραφής του δεν χάνει την ευκαιρία να επισημάνει και κάποιες επαγγελματικές δραστηριότητες των αναφερομένων φίλων του. Πρόκειται για μια από τις πλέον διεξοδικές αφηγήσεις του ζωγράφου, που καταλαμβάνει δύο σελίδες τετραδίου στα χειρόγραφά του, ενώ οι περισσότερες δεν υπερβαίνουν τη μία. «Μια φορά επήγαινα κυνήγι, ήταν χειμώνας μεγάλος. Μέσα ο βάλτος της Μπουρμπουλήθρας ήτανε γεμάτος μαυρόκοτες, κοπάδι ολόκληρο, όταν βράδυαζε μαύριζε ο τόπος, ψαρόνια εκατομμύρια. Μια μέρα πήρα τη βάρκα με τον αδερφό μου και πήγαμε μέσα στο ποτάμι. Εκείνη τη χρονιά ήτανε ο αγγλικός στόλος στον Βόλο και βγαίναν οι αξιωματικοί όξω και κυνηγούσαν. Ενας είχε πάει μέσα στον βάλτο, είχε και έναν σκύλο μαζί του και εκεί που πήγαινε παραπάτησε και έπεσε μέσα σε μια καταβόθρα και φώναζε γιατί δεν ημπορούσε να βγει απάνω. Αυτός φώναζε, ο σκύλος ούρλιαζε που τρόμαζε ο άνθρωπος. Εμείς μόλις ακούσαμε τις φωνές τρέξαμε εκεί που μόλις φαινόταν το κεφάλι του. Εν τω άμα κατάλαβα πως είχε πέσει στην καταβόθρα, έβγαλα το ζωνάρι μου και τον δένω από τις αμασχάλες και τον έβγαλα απάνω μισοπεθαμένο. Δεν ημπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Αλλά αυτός από τη χαρά του που τον εγλιτώσαμε, μας έδινε το τουφέκι του, αλλά εμείς δεν το δεχτήκαμε και τον επήραμε με τη βάρκα και τον επήγαμε απάνω στο καράβι. Αλλά ο σκύλος με κανέναν τρόπο να μπει μες τη βάρκα και έμεινε μες στα καλάμια. Οταν εβγήκε απάνω στο καράβι τρέξαν οι αξιωματικοί και τον υποδέχτηκαν και τότε καταλάβαμε πως ήταν μεγάλος αξιωματικός. Μόλις κινήσαμε να φύγουμε τρέχει ένας Μαλτέζος και μας φωνάζει να γυρίσουμε πίσω και να πάμε κοντά στη σκάλα. Εκεί βλέπουμε έναν ναύτη και μας έφερε έναν δίσκο γλυκίζματα που τρώγαμε μια εβδομάδα. Την άλλη μέρα ήλθε ο Κωστής ο Ξένος, γιατί είχαν όλη την τροφοδοσία του αγγλικού στόλου και μας εσυνχάρηκε και μας είπε πως ήταν ο ύπαρχος του καραβιού (ο Κωστής ο Ξένος ήταν ο πατέρας του Νέστορα του Ξένου, ήταν οι καλύτεροι νοικοκυραίοι του Βόλου, είχαν 5 μαούνες νερουλάδικες που πήγαιναν νερό στα καράβια, είχαν ιδιόκτητα σφαγεία στον Αναυρο, είχαν εμπορικό κατάστημα, είχαν μέγα υποδηματοποιείο, είχαν ναυτικό γραφείο και πολλά άλλα. Ηταν και ο Διονύσης ο Ξένος και ο μεγάλος αδελφός ο Λυκούργος ο Ξένος. Επιστάτη στις μαούνες είχαν τον Αντώνη τον Σιγάλα (Σαντορινιό), θείο του εμποροράπτου Σιγάλα)». Ο φουστανελάς κυνηγός Αλλη μια κυνηγετική αναφορά συναντούμε στα χειρόγραφα του Χριστόπουλου, ενταγμένη σε ένα ευρύτερο «κεφάλαιο», που κάνει λόγο για τους βρακοφόρους – φουστανελοφόρους του Βόλου, τους οποίους ονομάζει «εκπροσώπους της εθνικής μας φορεσιάς». Ενας από αυτούς ήταν και μανιώδης κυνηγός και λίγο έλειψε να πληρώσει ακριβά την προτίμησή του στα υδρόβια πουλιά, κυνηγώντας στις Αλυκές, όπου επίσης η μορφολογία του τοπίου με τις αλυκές (αλατιέρες) και τα διάφορα έλη προσέλκυε κοπάδια πτηνών. Ευτυχώς που πρόλαβε να προσεγγίσει στο ναυπηγείο, για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Κι εδώ επισημαίνεται η πλούσια θηρευτική συγκομιδή. «Αλλος εκπρόσωπος της φουστανέλας ήταν και ο Θεμιστοκλής ο Τσαρουχάς, που έφκιανε τα όμορφα τσαρούχια. Ηταν και ο καλύτερος κυνηγός. Μια φορά στα 1894, ήταν μεγάλη βαρυχειμωνιά, είχε πάει στις Αλυκές και χτύπησε πολλές αγριόπαπιες, που βράχτηκε και κόντεψε να ξεπαγιάσει. Αλλά πρόλαβε και ήλθε εκεί κοντά μας και έπεσε κάτω ξερός. Μόλις τον είδαμε, τρέξαμε όλοι οι εργάτες και γανιάσαμε να τον συνεφέρουμε. Και από τότε πούλησε το τουφέκι και ησύχασε, βάστηξε μόνο τον σκύλο για ανάμνηση». Οχι μόνο ψαράς, αλλά και κυνηγός ο Νίκος Χριστόπουλος, συνδύαζε ανάλογα με την εποχή τις δύο προσφιλείς διεξόδους, όντας δραστήριος και ανήσυχος ως χαρακτήρας.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ
Πηγή : https://www.taxydromos.gr/