Μήνους ολάκερους τσακωμό είχα να δώκω με..χαρτί και μολύβι… Αράδα να βάλω σκέψεις και μολοήματα και με δαύτα στην κόλλα τη λευκή κάτι από μένα να αφήσω… Άδειος θαρρείς, κενός από όρεξη και από πνεύμα στείρος. Ο αγέρας σήμερις σύμμαχος του νου γίνηκε και σαν τα μάτια σφάλισα μισά, οσάν του λαγού του φοβιτσάρη, ανάσα μικρή να πάρω στο μέσο της μέρας, ταξίδι έκαμαν κι αγκυροβόλιο έπιασαν κει, που απάνεμο λιμάνι πάντα για μας ήσαν, απ τα τσουνάμια και τις φουρτούνες των σκέψεων, του άγχους της ζωής.. Κει στο ταπεινό, παλιακό, υγρό κονάκι! Μέρες λαχτάρα το χω..Μήνους… Να ξεκλειδώκω το μάνταλο και καθώς το κλειδί στροφές θα φέρνει,ξεκλείδωμα μαζί με την κλειδωνιά και στα σώψυχα να δίνει.. Να ξεσφαλίσω τα ξυλομπάντζουρα να πλημμυρίσ’ από φως…μα δε μπορώ.. αλαργα του είμαι. Μήδε να ξαραχνιάσω της στόφας τα μπουριά και φόκο να της βάλω την υγρασία να σπάσει γιομίζωντας οσμές δαδιού,καιόμενου κέδρου και πυρναριού τη σάλα του! Μήδε λιβάνι να κεράσω το εικόνισμα το παλιακό, που στέκει κει καρφωμένο χρόνους μήδε αυτό γνωρίζει πόσους..
Το νου μου σπάω και μήνυμα στέλνω 6 στον αφέντη Αγά, το πατσαβουρόσκυλο βόλτα να βγάλω κι εκείνος αμέσως μ απαντά “λεύτερος…..τράβα..” Τη μάσκα φορώ κι ίσα το κόβω το βίτσασμα του παγωμένου αγέρα στα μούτρα να το χω.. Αμάξια πολλά δώθε κείθε, ζωή μαρτυρούν.. Ποδηλάτες στη σειρά κουρσεύουν την άσφαλτο με τα πεντάλια τους, περιπατητές άλλοι με φόρμες, άλλοι με τζην κοιτούν μην ‘ρθει ο ένας στο διάβα του άλλου θαρρείς τη “λέπρα” μην δώσει κανείς άθελά του.. Σκυλαγαπητές τα παγκάκια πιασμένα έχουν στο πάρκο και καφέ ρουφούν και τσιγάρο αποσώνουν κοινωνικότητα συνάμα πολύ αλλά με λόγο…και πρόφαση…φιλοζωική! Το πατσαβουρόσκυλο τα κάνει και γω σκυμένος μαζεύω και καθώς το βλέμα σηκώνω το γιουσουρουμ αυτούνο χαζεύω… Άλλοι πλαλούν ανάμεσα σε κόσμο κι αμάξια λες και φαντάσματα ξοπίσω τους τρέχουν, ..άλλοι μπενταλιές δίνουν…άλλοι σκυλοσκατοσυλλέγουν..άλλοι μουντζώνουν..άλλοι κορνάρουν… Γοργά τα μαζώνω και φεύγω..μήδε τσιγάρο να κάμω..μήδε ανάσα να πάρω.. Να φύβγω..να γλυτώσω.
Σπίτι φτάσαμεν κι αφού του σκύλου καθάρισα τα ποδάρια απ’ τα ρόχαλα, τα λάδια , τα πατημένα σκυλόσκατα και τις βρώμες του πεζοδρομίου,τσιγάρο άναψα κι ο νους αμόλυσε πάλι.. Αλάργα ξανά..μακριά… Σε μια χουναριά πήγε κι έπιασε.. Μηδέ μάσκα..μηδέ κόσμος. Μονάχος! Να τραβώ τζούρες καθάριου αγέρα. Να ρουφώ τον καφέ μου και να στρίβω τσιγάρο χωρίς να περνώ τα χέρια αλκοόλη μηδέ μωρομάντηλα να μαλάζω. Να ατενίζω το μπλε τ’ ορίζοντα και η ματιά τελειωμό να μην έχει.. Μηδέ σε ντουβάρια να σκοντάφτει, μηδέ σε κάγκελα..μηδέ σε τοίχια. Φως να γεμίζει θείο, φυσικό και όχι από λάμπες.. Αααχ απόσωσε το στριφτοτσίγαρο και το δάχτυλο έκαψε, κόβωντας τη ρότα που χαραγμένη ο νους πρωτύτερα είχε.. Σαλτάρησα.. ρεεεεεεε είμαι καλά.. Έχω ενέργεια, ζωή η καρδιά μου βαρεί και θέλει ιδρώτα το κορμί να ποτίσει. Τί με βιαστείτε ρε δω με τους πολλούς; Για δε μ’ αφήνεται πέρα να κάμω να νιώσω λεύτερος…ζωντανός…; Μέρες τόσες οι παλιές μου γιδόστρατες γινήκαν πλέον τα σοκάκια της γειτονιάς.. Δάσος μου γινήκαν οι γλάστρες και οι νεραντζιές στα πεζοδρόμια.. Το ψίχαλο που ξέπλενε το νου τις σκοτούρες και γούσταρα απ τα βελόνια των κέδρων στη σβερκάδα να πέφτει… Η δροσοσταλιά η πρωινή που φίλεμα έπαιρνα στο πέρασμα μου ανάμεσα στα κλονιά των πυρναριών.. Τώρα τί; τη θέση τους πήραν στάλες απ τα λούκια των μπαλκονιών που περνώ από κάτω.Σκόνη…χλωρίνη..απόνερα.. Το άρωμα του βρεγμένου ελατιά, του κέδρου, της γης..το πήρε ο μπουχός αμαξιών και δικύκλων.. Κείνο το άκουσμα το θεϊκό, απ τα τροκάνια του κοπαδιού του Μήτρου, το σκουσμάρι του τσάκαλου, το κράξιμο του κόρακα, της κίσσας του γέρακα του κυνηγιάρη,στη θέση τους βάλανε τους ήχους των κλάξον..εξατμίσεων και…μπινελίκια! Γιατί ρε σεις; Γιατί όχι κει στο δικό μου ντουνιά μονάχος και ναι εδώ με τους πολλούς; Ακόμη και κείνο κει… Το περήφανο κυνηγιάρικο που σύντροφο έχω! Ακόμη κι αυτό στο λουρί σαν περάσω κι βόλτα να κάμω, η ψυχή μου με πιάνει. Με κοίτα ολοένα στα μάτια και το κρίκο να λύσω εκλιπαρεί και τον τόπο να πάρει σβάρα.. Να ξεχυθεί..τροχαλητό να δώκει και σφυγμούς αθλητή να φτάσ’ η καρδιά του. Να βοσκήσει κορφές απ’τη χλόη,να στομώσει τα πλιμόνια του αγέρα καθάριο, παγερό..βουνίσιο κι εκεί φιλτράροντας τον τα μόρια της αναθυμίασης που το κορμί της σκόρπισ’ ολόγυρα να ζητήσει. Γι’αυτό ζει, γι’αυτό φτιάχτηκε…εξελίχτηκε και γω για σας ουλουνούς την ψυχή, την καρδιά και το λόγο ύπαρξής του αλλάζω και τον ψεύτη κάμω βλέποντάς το δήθεν χαρούμενο στο κιλίμι του καναπέ κουβάρι άπραγο,κουφάρι δίχως ζωή,λόγο ύπαρξης να κοιμάται ολημερίς.. Καρδιά δε του κάμει στο λουρί συργιάνι να δίνει σε δρόμους πλακόστρωτους και πλατείες στολισμένες φωτάκια μύρια που κάνεις τα βράδια δε χαίρεται πλέον.. Μήδε καρδιά του κάμει το ποδάρι να σηκώνει σε κολώνες φωτισμού και κάδους σκουπιδιών όπως το άλλο…το πατσαβουρόσκυλο κάμει γεμάτο καμάρι.. Το χειρότερο όλων.. ουδείς σταματά χάδι και κανάκεμα να το φιλέψει ως συνήθως κάμουν στη μικρή, τετράποδη, μαλλιαρή σφουγγαρίστρα.. Φιλοζωία λέμε μετά…
Σήμερις ο νους δραπέτη θυμίζει, με τάσεις φυγής και πίσω γυρνά κ’ εικόνες μου φέρνει σωρό.. Ταξίδι με πάει αλλού τη φορά αυτουνη.. Μιας με το γιο το λεβεντάκο μου και άλλοτε μεν τ’αδέρφι,συνοδοιπόρο απ’τα παλιά σε κυνηγοσύνες μα και στις ψαροσύνες! Πότε κατάγυαλα, πότες σε μπλόκια..σε βράχια και γκρέμια με νερά κοφτερά.. ψάχνοντας πότες τους λούτσους και τα κυνηγιάρικα τ αφρού και του πάτου, ποτέ κείνες τις σουπιές, τα θράψαλα και τα καλαμάρια, μα πάντα και για πάντα τις οσμές της αλμύρας, το σήκωμα του ήλιου απ της γαλανής την αγκάλη.. Πότες το πέσιμο ενός αστεριού και πότες το σβήσιμο του ήλιου.. Ψαροσύνες φτωχές τις πολλές, περήφανες τις λίγες μα πλούσιες σε κουβέντες, πειράγματα, πόθους όνειρα…αλμύρα και αγέρα θαλασσινό! Μήδε κει μπορώ να σύρω με το γιόκα μου και τη μικρή το στερνοπούλι,δύο ώρες να περάσω, σβήνοντας το γκρι του τσιμέντου, τα πίξελ του υπολογιστή απ τα μάτια του που ολημερίς μπροστά του διαβάζει.. Μπορώ μαζί του να διαβαίνω δρόμους, σοκάκια, πλατείες ανάμεσα σε μύριους μασκοφορεμένους.. Μη το βρει ο ιός στα σκουλήκια καθώς δολώνει μαθαίνοντας μη τα σιχαίνεται και πώς τροφή για πουλιά και για ψάρια είν’ ο σκοπός τους!
Ακόμη και ‘κει σιμά στη γαλανή συργιάνι μπορούμε να στήσουμε σαν τόσους χιλιάδες, μα να σταθούμε παρέκει μοναχοί με το καλάμι και τη μισινέζα στο χέρι καρτερώντας και προσμένωντας και τράβηγμα κείνο που τη καρδιά θα κάμει το δικό της χώρο να στήσει…δε μπορώ! Στα καλαμίδια, στις μπετονιές, στα βαρίδια και τα αγκίστρια θα ρθει κείνος…. Στο λιανοτούφεκο, στα βόλια..στην αρμάδα την κυνηγιάρικη! Μηδέ σε σέλες και μπενταλια πάει…μηδέ σε φόρμες και πατούμενα τροχαλητού..μηδέ σε σκύλους πάρκων…μηδέ σε καγιάκ…κι από κουπιά…. μόνο ψαρόβαρκων γουστάρει..
Τις μέρες τούτες, που το μπαλκόνι μου γίνηκε δάσος για μένα, η υπόγα η σκοτεινή ο ταπεινός μοναχικός καφενές μου, που ξεχασμένο έχω τον ήχο και τα χορατά, τις γκρίνιες και τα μαλώματα φίλων και γνωστών ακόμη ψάχνω απάντηση να βρω όχι στα όλα αλλά στο ένα… Πώς και γιατί ρε τα τουφέκια και τα καλαμίδια αγάπησες τόσο και μας μέσα μας έκλεισες επιλεκτικά και ξεδιάντροπα; ποιός σε “διάβασε ” έτσι και ποιός επιστήμονας αυτά μολογά και για ποιόνε; Απάντηση όσο έκαιγε το τσιγάρο δεν πήρα.. Μηδέ θα πάρω.. Τα μούτρα χαμήλωσα και το μπαλκόνι με το παγερό, καθάριο ξηροβορι άφηκα και μέσα μπήκα σκέψεις μην κάμω άλλες..Ξαγρίεψα και να σκάσω κατάφερα του λόγου μου. Γιατί για όλα αυτά, αν υπήρχε εξήγηση μια, μια που να στέκει λογικής και επιχειρημάτων θα ‘νιωθα αλλιώς.. Τώρα τον εαυτό μου θωρώ πολίτη κατηγορίας δεύτερης.. Πολίτη χώρας που η αμάθεια, τα στερεότυπα και στεγανά κάποιων μυαλών,σαν στο χέρι τους πιάσουν ραβδί δύναμης,καμτσικιές ξαμωλούν σ’ οτι δεν είναι του γούστου και της λογικής τους.. Νέρωσα το κρασί μου ίσα που νερό θαρρείς πίνω. Μονάχος να κινάω..μήδε με φίλο ή αδερφό. Νομό μην αλλάζω ως πληρωμένο δικαίωμα έχω. Όχι για να σκοτώσω..όχι για να καυχηθώ μα για να μην σκοτώσετε σεις το κυνήγι! Το ψάρεμα! Τις ανάσες και το φευγιό μου το απλό..το ταπεινό! Για να μείνει ζωντανός ο δικός μου τρόπος κάνοντας πίσω σε πολλά μου θέλω.. Σεβόμενος απόλυτα την κρίση, τους ευπαθείς…,τους γονιούς, τους γειτόνους, τους παππούδες και μια χώρα που ποτέ δεν κατόρθωσε να φτιάξει ένα σύστημα υγείας.. εσάς..Ναι εσάς που μένα δε σεβαστήκατε διόλου! Πολίτη λοιπόν, που το κεφάλι έσκυψε για το καλό των όλων, που είπε ναι και πάμε και που τον σβέρκο του πρόσφορο ήβραν και καβάλα του κάθισαν.. Χμμμ… ναι τον έσκυψα…Για αυτά που είπα όμως κι όχι για αυτά που κουβαλάτε στις ψυχές και το νου σας.. Καβάλα μπήκατε και βόλτα θαρρείτε πως σας πάω. Μα κι ο γάιδαρος μάθετ’ ακόμη,έχει και σεβασμό και θύμηση κ’ υπομονή περίσσεια.. Προσοχή μόνο την ώρα που το σαμάρι γυρίσει τα πλάγια γιατί τα λουριά ήδη λάσκες πήραν πολλές.. οι μάσκες φοριούνται για προστασία αλλά κάποιοι σας προσωπεία τις φορούν για τους λόγους τους κι ο ιός τις έριξε. Θα ρθει η ώρα,σίγουροι να ‘στε και συγχωροχάρτι και άφεση θα ζητάτε μα δεν θα κόβει το χέρι μα ουτ ‘η ψυχή μου!
Κείμενο:Χάρης Κουτσούμπας